Ο λογοτεχνικός και ο μη λογοτεχνικός λόγος

ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ:
Ο ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΣ ΚΑΙ Ο ΜΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
ΣΤΗ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ
Του Σωφρόνη Χατζησαββίδη

1. Γλωσσολογία και λογοτεχνία

Όταν ένας γλωσσολόγος μιλά -ή προτίθεται να μιλήσει- για τη σχέση γλώσσας και λογοτεχνίας, ο μη γλωσσολόγος ακροατής αναμένει, ακόμη και σήμερα, μια ανάλυση στα πλαίσια της θετικιστικής αντίληψης της Γλωσσολογίας ή, στη χειρότερη περίπτωση, μια δομικού τύπου ανάλυση της λογοτεχνικής γλώσσας. Η αντίληψη αυτή δεν είναι άσχετη από τις θέσεις που διαμόρφωσε στο παρελθόν η ίδια η επιστήμη της Γλωσσολογίας, η οποία στην προσπάθειά της να αυτονομηθεί και να αποσυνδεθεί από την επιστήμη της φιλολογίας κράτησε για ένα πολύ μεγάλο διάστημα επιφυλακτική στάση απέναντι στη γλώσσα της λογοτεχνίας, γιατί τη θεωρούσε παρέκκλιση από την κοινή γλώσσα, το σύστημα της οποίας, η langue δηλαδή του Saussure, και οι σχέσεις μεταξύ των στοιχείων του συστήματος αποτελούσε το μοναδικό αντικείμενο των γλωσσολόγων· η χρήση του συστήματος, το parole δηλαδή του Saussure, ήταν μακριά από τα ερευνητικά τους ενδιαφέροντα.

Πριν από 30-35 χρόνια όμως η Γλωσσολογία, κάτω από την επίδραση των γλωσσολόγων της σχολής της Πράγας και την αναγκαστική προσέγγιση των άλλων επιστημών, όπως της Ψυχολογίας, της Κοινωνιολογίας, της Φιλοσοφίας, και ιδιαίτερα της Θεωρίας της Λογοτεχνίας, άρχισε να συμπεριλαμβάνει στα ερευνητικά της ενδιαφέροντα και τη γλώσσα ως χρήση. Μέσα σ? αυτά τα πλαίσια κάνει την πρόδρομη για τη σύζευξη Γλωσσολογίας και Λογοτεχνίας εμφάνιση ο R. Jakobson με τα βιβλία του ?Linguistics and Poetics (1960) και ?Poetry of grammar and grammar of poetry? (1968), ο οποίος έχοντας τη στόφα του γλωσσολόγου και τα σύνδρομα των προκατόχων του προσπάθησε να αποδείξει ότι το λογοτεχνικό κείμενο έχει μια ιδιαίτερη γραμματική, η οποία είναι αναλύσιμη, και ότι σε κάθε λογοτεχνικό κείμενο ενυπάρχει η πρόθεση του δημιουργού, η οποία εκφράζεται μέσω της γραμματικής δομής του κειμένου, η οποία είναι αποτέλεσμα και προϊόν του δημιουργού και συναρτάται με τους επικοινωνιακούς στόχους που θέλει να πετύχει. Έτσι ο Jakobson κατάφερε να στρέψει το ενδιαφέρον ορισμένων γλωσσολόγων προς τη μελέτη της Λογοτεχνίας ή καλύτερα να συνδέσει μια επιστημονική ενασχόληση με ένα καλλιτεχνικό δημιούργημα. Το πάντρεμα αυτό έδωσε, κατά τη γνώμη μου, το πράσινο φως στη μεταστροφή της καθαρά λογοτεχνικής κριτικής στη διερεύνηση της γλώσσας του λογοτεχνικού κειμένου. Οι θεωρίες που αναπτύχθηκαν έκτοτε, κυρίως στα πλαίσια του γαλλικού δομισμού (Greimas, Bremond κ.ά.), είχαν, εκτός των άλλων, και μια σημαντική επίδραση σε επιστημολογικό επίπεδο, η οποία άνοιξε το δρόμο στην Κειμενογλωσσολογία, η οποία μελετά κυρίως τη γλωσσική δομή του κειμένου και τα μεθοδολογικά προβλήματα ανάλυσής της. Έτσι μπαίνει στην αυστηρή μεθοδολογική έρευνα και η έννοια της διαίσθησης, η οποία, κατά τη γνώμη μου, είναι απαραίτητη όχι μόνο στη μελέτη του λογοτεχνικού αλλά και του μη λογοτεχνικού λόγου. Μέσα στα πλαίσια λοιπόν αυτά δικαιούται και μπορεί ένας γλωσσολόγος να μιλά για το λογοτεχνικό κείμενο και για τη σχέση γλώσσας και λογοτεχνίας, χωρίς να κινδυνεύει να υποπέσει σε συστηματοποιήσεις θετικιστικού χαρακτήρα. Μέσα στα πλαίσια της αντίληψης αυτής θα επιχειρήσω κι εγώ στη συνέχεια να δείξω ότι ο λογοτεχνικός λόγος αποτελεί ένα διαφορετικό από τα υπόλοιπα είδη του μη λογοτεχνικού λόγου είδος και γι? αυτό θα πρέπει να προσεγγίζεται και διαφορετικά στη διδασκαλία. Για να φτάσω στα συμπεράσματά μου θα εξετάσω τη γλώσσα και τη λογοτεχνία ως ιστορικά, πολιτισμικά και καλλιτεχνικά προϊόντα και θα διερευνήσω τη σχέση της γλώσσας με τις έννοιες της πολυσημίας και της δημιουργικότητας.

2. Η γλώσσα και η λογοτεχνία ως ιστορία

Η γλώσσα, η κάθε γλώσσα, έχει μια ?εσωτερική? και μια ?εξωτερική? ιστορία. Η πρώτη αφορά την ιστορική εξέλιξη μιας συγκεκριμένης γλώσσας, η οποία περιγράφεται με βάση κυρίως τα γραπτά κείμε να και αποτελεί γνωστικό αντικείμενο, με το οποίο ασχολούνται οι ιστορικοί γλωσσολόγοι. Στα πλαίσια αυτού του επιστημονικού κλάδου δίνονται πληροφορίες για το πότε, ίσως και για το πώς, συναντάται η εθνική γλώσσα, της οποίας η ιστορία περιγράφεται, με την εθνική λογοτεχνία. Η δεύτερη αφορά την ιστορία της γλώσσας ως πανανθρώπινου θεσμού και δεν αποτελεί ένα αυτόνομο γνωστικό αντικείμενο, αλλά κινείται στο περιθώριο άλλων επιστημών, όπως της Φιλοσοφίας, της Θεολογίας, της Ψυχολογίας, της Ανθρωπολογίας κτλ.

Η λογοτεχνία έχει κι αυτή μια ιστορία ?εσωτερική? και μια ?εξωτερική?. Η πρώτη αφορά την ιστορία της λογοτεχνίας (ή τη λογοτεχνική ιστορία) ενός έθνους ή μιας εποχής, ενώ η δεύτερη αφορά την ιστορία της λογοτεχνίας ως πανανθρώπινου φαινομένου. Στην ?εξωτερική? ιστορία της λογοτεχνίας δεν αποτελεί αντικείμενο έρευνας η γένεση της λογοτεχνίας, αλλά επιχειρείται να εξηγηθεί το φαινόμενο της γένεσης της λογοτεχνικότητας. Η πρώτη αναφέρεται στη συνάντηση της λογοτεχνίας με τη γλώσσα, ενώ η δεύτερη εξηγεί το ρόλο της γλώσσας στο λογοτεχνικό φαινόμενο.

Η ?εσωτερική? ιστορία της γλώσσας εκφράζει κάποιες απόψεις για τη συνάντηση της γλώσσας με τη λογοτεχνία, ενώ η ?εξωτερική? ιστορία της λογοτεχνίας δεν κάνει κάτι τέτοιο με ιστορική προοπτική αλλά με καθαρά καλλιτεχνικούς όρους. Οι απόψεις που εκφράστηκαν για τη γένεση της γλώσσας τους τελευταίους αιώνες βρίσκονται σήμερα υπό αμφισβήτηση. Έτσι δε γνωρίζουμε με βεβαιότητα κάτω από ποιους όρους γίνεται ιστορικά η συνάντηση της γλώσσας με τη λογοτεχνία. Υποθέτουμε βέβαια ότι ο λογοτεχνικός λόγος αποτελεί δευτερογενές δημιούργημα του ανθρώπου, ενώ η δημιουργία του μη λογοτεχνικού λόγου αποτελεί πρωτογενές δημιούργημα. Η υπόθεση όμως αυτή -όσο προφανής κι αν είναι και όσο μπορεί κανείς να βρει λογικά επιχειρήματα για να την υποστηρίξει- δεν έχει αρκετά εχέγγυα για να γίνει βεβαιότητα και να υποστηριχτεί ως τέτοια. Μάλιστα ορισμένες από τις απόψεις που έχουν καταγραφεί για τη γένεση της γλώσσας την αποδίδουν σε θεσμούς ή σε λόγους, τους οποίους θα μπορούσαμε σήμερα να τους εντάξουμε στο λογοτεχνικό λόγο. Μεταξύ αυτών που υποστήριξαν ότι ο έναρθρος λόγος δημιουργήθηκε από το λογοτεχνικό λόγο είναι ο Otto Jespersen και ο Herder.

Σήμερα οι κυρίαρχες απόψεις για τη γένεση της γλώσσας στηρίζονται στην αντίληψη ότι η πρωταρχική λειτουργία της γλώσσας είναι η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων και για την εκπλήρωση αυτής της λειτουργίας μετατράπηκε ο άναρθρος λόγος σε έναρθρο· μοχλός της μετατροπής αυτής υπήρξε η εργασία και κυρίως η κατασκευή εργαλείων, η οποία ανάγκασε τον άνθρωπο να συμβολοποιήσει με έναρθρο λόγο το αντικείμενο επεξεργασίας των κατασκευαζόμενων εργαλείων. Σύμφωνα λοιπόν με τις κυρίαρχες σήμερα απόψεις περί γενέσεως της γλώσσας η δημιουργία του μη λογοτεχνικού λόγου προηγείται αυτής του λογοτεχνικού λόγου.

Πάντως είτε τις πρώτες είτε τις δεύτερες θεωρίες δεχτούμε, βλέπουμε ότι ιστορικά τα δύο είδη λόγων, ο λογοτεχνικός και ο μη λογοτεχνικός, δε γεννιούνται ταυτόχρονα· και αν ακόμη δεχτούμε ότι αυτός που προηγείται ιστορικά είναι ο λογοτεχνικός λόγος, δεν έχει αυτός τη μορφή και τα χαρακτηριστικά που αποδίδονται σήμερα στο λογοτεχνικό λόγο. Γι? αυτό μπορούμε να πούμε -αντιστρέφοντας το πρόβλημα της χρονικής εμφάνισης των δύο ειδών λόγου- ότι διαφορετικές ανάγκες και διαφορετικές κοινωνικές και ιστορικές προϋποθέσεις δημιούργησαν τα δύο είδη λόγου. Το πρώτο είδος το γέννησε η ανάγκη της επικοινωνίας για την επίλυση των καθημερινών αναγκών που αντιμετώπιζε ο πρωτόγονος άνθρωπος, και προφανώς στα αρχικά στάδια ήταν δομικά και λειτουργικά συρρικνωμένος σε σχέση με το λόγο που παράγεται στις σημερινές δυτικού τύπου κοινωνίες. Το δεύτερο είδος, όπως τουλάχιστον εννοείται σήμερα ο λογοτεχνικός λόγος, δημιουργήθηκε όταν ο μη λογοτεχνικός λόγος εμπλουτίστηκε λεξιλογικά και δομικά τόσο, ώστε να είναι ικανός να επιτελέσει τις λειτουργίες που επιτελεί η λογοτεχνία.

Μέχρι στιγμής είδαμε την ιστορία της γλώσσας και της λογοτεχνίας από την πλευρά της φυλογένεσης. Αν δούμε το θέμα και από την πλευρά της οντογένεσης, θα διαπιστώσουμε ότι το παιδί πρώτα κατακτά το μη λογοτεχνικό λόγο, που του είναι χρήσιμος για την καθημερινή του επικοινωνία και την ικανοποίηση των καθημερινών του αναγκών και στη συνέχεια προχωρά -αν προχωρήσει- στην παραγωγή και στην κατανόηση του λογοτεχνικού λόγου. Βλέπουμε λοιπόν ότι και οντογενετικά ο μη λογοτεχνικός λόγος προηγείται του λογοτεχνικού. Θα πρέπει εδώ να επισημανθεί ότι η διαφορά των δύο ειδών λόγου δεν είναι αξιολογική, αλλά λειτουργική.

3. Η γλώσσα και η λογοτεχνία ως κοινωνικά και πολιτισμικά προϊόντα

Η γλώσσα είναι ένα σημειωτικό σύστημα. Όπως όλα τα σημειωτικά συστήματα, είναι κι αυτή κοινωνικό προϊόν και μάλιστα αποτελεί μέρος της ιδεολογικής συγκρότησης αλλά και του ιδεολογικού εξοπλισμού της κοινωνίας και των ατόμων που χρησιμοποιούν τη γλώσσα.

Η σχέση μεταξύ της κοινωνικής δομής και των δομών των σημειωτικών συστημάτων που δημιουργεί και χρησιμοποιεί μια κοινωνία δεν είναι απλή, και οπωσδήποτε δεν είναι μηχανιστική. Μπορεί δηλαδή το σημειωτικό σύστημα να λειτουργεί αυτόνομα, χωρίς να προσδιορίζεται αναγκαστικά από τους τρόπους παραγωγής. Η σχέση μεταξύ της κοινωνικής δομής και των δομών των σημειωτικών συστημάτων είναι διαλεκτική, με την έννοια ότι η φύση της κοινωνικής δομής προσδιορίζει τη δομή των σημειωτικών συστημάτων και η δομή των τελευταίων συντηρεί ή παράγει την οργάνωση της κοινωνικής δομής. Οι αλλαγές στους τρόπους παραγωγής δε μεταβάλλουν τις υφιστάμενες δομές των σημειωτικών συστημάτων αλλά είτε τις ενισχύουν σημασιολογικά και λειτουργικά είτε τις αποδυναμώνουν είτε απλά τις αλλάζουν. Οι Κ. Boklund-Λαγοπούλου και Α.-Φ. Λαγόπουλος ξεκινώντας από τη θέση ότι ?η αντίληψη και η γνώση της πραγματικότητας είναι συνάρτηση μιας αντικειμενικής θέσης μέσα στην πραγματικότητα, μέσα στην κοινωνικοϊστορική πραγματικότητα όπως ενεργεί πάνω στην οικολογική πραγματικότητα? υποστηρίζουν ότι ?…οι σημειολογικές δομές καθορίζονται σε ορισμένες θεμελιώδεις όψεις τους από τις εξω-σημειωτικές κοινωνικές δομές που τις παράγουν?. Είναι προφανές ότι τα σημειωτικά συστήματα σχετίζονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με την κοινωνία που τα παράγει και τα χρησιμοποιεί αλλά η σχέση αυτή είναι ανεξάρτητη από τις δομές που συνέχουν τα δύο συστήματα της σχέσης (κοινωνία και σημειωτικό σύστημα).

Όσον αφορά τη γλώσσα, η οποία αποτελεί το κυρίαρχο σημειωτικό σύστημα όλων των κοινωνιών, ισχύει οπωσδήποτε ό,τι αναφέρθηκε παραπάνω σχετικά με τη σχέση των κοινωνίας και των σημειωτικών συστημάτων. Και αυτό μπορεί να το διαπιστώσει κανείς και στο παράδειγμα της ελληνικής γλώσσας αλλά και στο παράδειγμα της ρωσικής γλώσσας. Στην περίπτωση της ελληνικής, ενώ είχαμε μέχρι το 1976 δομικές αλλαγές της κοινωνίας, η μορφή και η δομή της γλώσσας παρέμενε αυτή που ήθελε η κυρίαρχη τάξη (δηλ. η καθαρεύουσα). Μετά το 1976 η γλωσσική αλλαγή που επήλθε δεν ήταν αποτέλεσμα της αλλαγής στους τρόπους παραγωγής, αλλά περισσότερο προϊόν ιδεολογικών και άλλων εξω-σημειωτικών κοινωνικών δομών. Και στην περίπτωση της ρωσικής γλώσσας έχουμε ανάλογη εξέλιξη· ενώ δηλαδή το 1917, με την Οκτωβριανή Επανάσταση, έχουμε μια έντονη αλλαγή στους τρόπους παραγωγής στη ρωσική κοινωνία, αυτή δεν αντανακλάται στη γλώσσα.

Ο πολιτισμός είναι κοινωνικό προϊόν. Η γλώσσα, όπως και όλα τα σημειωτικά συστήματα, αφού είναι κοινωνικό προϊόν, είναι και μέρος των πολιτισμικών προϊόντων που παράγει η κοινωνία. Ο προφανής αυτός συλλογισμός οδηγεί αυτόματα στη συνεξέταση της σχέσης του πολιτισμού με την ιδεολογία και τη γλώσσα., που αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης των στρουκτουραλιστών, των μαρξιστών και των νεομαρξιστών. Στα πλαίσια αυτής της συζήτησης διατυπώθηκαν μεταξύ άλλων και οι εξής απόψεις: α) η διαμόρφωση της σκέψης, και επομένως του παραγόμενου από αυτήν πολιτισμού, συναρτάται με τη γλώσσα που χρησιμοποιεί μια κοινωνία., β) η γλώσσα είναι ένα ?εργαλείο? της κοινωνίας και δε σχετίζεται με τη σκέψη και τον πολιτισμό της κοινωνίας που τη χρησιμοποιεί, γ) η γλώσσα ως ενέργεια και ταυτόχρονα αποτέλεσμα της ενέργειας λειτουργεί ως συστατικό για το σχηματισμό της ιδεολογίας, η οποία είναι κυρίαρχη έννοια στη μαρξιστική και τη νεομαρξιστική φιλοσοφία.

Είτε θεωρηθεί η γλώσσα απλώς ένα ?εργαλείο? είτε ενέργεια είτε διαμορφωτής του είδους και του χαρακτήρα ενός πολιτισμού, η αλήθεια είναι ότι συμμετέχει στην ιδεολογία και στον πολιτισμό και αποτελεί συνεκτικό του στοιχείο. Η γλώσσα ως λόγος (discourse) εκφράζει και διαμορφώνει ιδεολογίες, στάσεις και γενικώς υποκειμενικότητες. Οι λόγοι διαμορφώνονται μέσα στα πλαίσια των ειδών λόγου (genres), τα οποία είναι ?συμβατικές κατηγορίες των οποίων οι σημασίες και οι μορφές προέρχονται έξω από τις σημασίες, τις μορφές και τις λειτουργίες των συμβατικών περιστάσεων της κοινωνικής αλληλεπίδρασης?. Με την έννοια αυτή η γλώσσα που χρησιμοποιείται στη λογοτεχνία συγκροτεί ένα είδος λόγου (genre), το οποίο είναι αποτέλεσμα αφενός μεν ιστορικών και κοινωνικοπολιτικών συνθηκών και διεργασιών αλλά και των περιορισμών στους οποίους υπόκειται ο παραγωγός-συγγραφέας του λογοτεχνικού κειμένου, περιορισμοί τους οποίους επιβάλλει το είδος του λόγου και η προθετικότητά του, η οποία μορφώνεται και σημασιοδοτείται από το λόγο του.

Η λογοτεχνία από την πλευρά της αποτελεί ένα σημειωτικό σύστημα δομημένο από κείμενα και βρίσκεται σε διαλεκτική και όχι μηχανιστική σχέση με τη δομή και τους τρόπους παραγωγής της κοινωνίας που παράγει και ?καταναλώνει? το λογοτεχνικό προϊόν. Το λογοτεχνικό προϊόν με τη σειρά του είναι δομημένο από στοιχεία της γλώσσας, η οποία, όπως δείξαμε προηγουμένως, βρίσκεται σε διαλεκτική σχέση με την κοινωνία. Η ερμηνεία λοιπόν της γλώσσας ως σημαίνουσας πρακτικής προϋποθέτει την ερμηνεία της κοινωνικής δομής που παράγει τη γλώσσα. Επομένως τα λογοτεχνικά κείμενα για να ερμηνευθούν προϋποθέτουν την ερμηνεία της κοινωνικής δομής από την οποία παράγονται και από την οποία γίνονται αποδεκτά. Με άλλα λόγια η γλώσσα και η λογοτεχνία για να γίνουν κατανοητές ως σημαίνουσες πρακτικές προϋποθέτουν τη γνώση της κοινωνικής δομής, της πολιτισμικής ατμόσφαιρας με την οποία επενδύεται η κοινωνική δομή και τις παραγωγικές της δυνατότητες. Από την άποψη αυτή ο λογοτεχνικός και ο μη λογοτεχνικός λόγος γίνονται κατανοητοί κάτω από τους ίδιους όρους. Αλλά υφίστανται κάποιες διαφορές· οι διαφορές αυτές εντοπίζονται στα εξής:

α) στη διαφοροποίηση των συνειρμικών, ιστορικών και ιδεολογικών συνιστωσών που διαπερνούν και συγκροτούν το λογοτεχνικό και το μη λογοτεχνικό λόγο,

β) στη διαφορετική λειτουργία που επιτελούν μέσα στην κοινωνία τα δύο είδη λόγου, έτσι τουλάχιστον όπως έχει διαμορφωθεί αυτή η λειτουργία στις σύγχρονες δυτικού τύπου κοινωνίες και

γ) στη διαφορετική προθετικότητα του παραγωγού του λογοτεχνικού από αυτήν του παραγωγού του μη λογοτεχνικού λόγου.

Η σχέση λοιπόν του λογοτεχνικού και του μη λογοτεχνικού λόγου με την κοινωνία, την ιδεολογία και τον πολιτισμό, όπως συνάγεται από τα προηγούμενα, είναι ίδια· διαφέρουν όμως τα δύο είδη λόγου κυρίως ως προς τις λειτουργίες που επιτελούν μέσα στο κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον.

4. Δημιουργικότητα και πολυσημία στη γλώσσα

Η δημιουργικότητα αποτελεί ένα στοιχείο και βασική προϋπόθεση για τη δημιουργία από τα ?ομιλούντα άτομα? έναρθρου λόγου· αυτή δίνει τη δυνατότητα στο άτομο να παράγει και να κατανοεί μια απειρία προτάσεων, οι οποίες δεν έχουν καμιά φυσική ομοιότητα με γνωστές προτάσεις. Ο μεν F. De Saussure την εντάσσει στο επίπεδο της πραγμάτωσης του γλωσσικού συστήματος, δηλαδή στην ομιλία (parole), ενώ ο N. Chomsky την εντάσσει στο επίπεδο του συστήματος, δηλαδή στην γλωσσική ικανότητα (competence). Ανεξάρτητα πάντως από το δίλημμα στο οποίο μας εμπλέκει η διαφορετική ένταξη της δημιουργικότητας από τους δύο γλωσσολόγους, εκείνο που είναι σίγουρο είναι το ότι η γλωσσική δημιουργικότητα προϋποθέτει και απαιτεί γλωσσικές επιλογές από το ?ομιλούν άτομο?, επιλογές οι οποίες ούτως ή άλλως γίνονται στα πλαίσια των κανόνων που προσδιορίζονται από το σύστημα μιας γλώσσας και δεν μπορεί να είναι αυθαίρετες. Έτσι η δημιουργικότητα στη γλώσσα δεν μπορεί να συσχετιστεί, σε επίπεδο μορφής, αλλά και σε επίπεδο περιεχομένου, με μια δημιουργικότητα, η οποία ξεπερνά τα όρια της γλώσσας μας και της σκέψης μας, την οποία εκφράζουμε με τη γλώσσα. Πρόκειται λοιπόν για μια ελευθερία με όρους και με όρια, η υπέρβαση των οποίων είναι αδύνατη.

Η πολυσημία είναι ένα εγγενές χαρακτηριστικό της γλώσσας ?ένα στοιχείο της ταυτότητάς της?. Συνηθίζεται βέβαια να λέγεται ότι κάθε λέξη έχει μια πρωτεύουσα σημασία, την κυριολεκτική, και κάποια ή κάποιες δευτερεύουσες, περιθωριακές σημασίες, τις μεταφορικές. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα στη γλώσσα ως σύνολο και ως σημαίνουσα πρακτική. Μπορεί να είναι έτσι τα πράγματα στο μυαλό του κάθε χρήστη της γλώσσας, ο οποίος μεταφέρει μια μορφή από μια έννοια σε μια άλλη, που είτε έχει κάποια κοινά χαρακτηριστικά με την πρώτη είτε μπορεί συνειρμικά να συσχετιστεί. Στη γλώσσα όμως οι ποικίλες σημασίες των λέξεων είναι ισότιμες και ?αποτελούν υπαινιγμούς, ψηφίδες, σπαράγματα, που πρέπει να συναρθρωθούν για να διαφανεί η βαθύτερη ενότητα της οποίας αποτελούν μέρος? Η πολυσημία δεν είναι χαρακτηριστικό μόνο των λέξεων αλλά και των κειμένων. Ένα κείμενο, όπως και μια λέξη, αποκτά το σύνολο των δυνατών σημασιών του μέσα και σε συνάρτηση με τα επικοινωνιακά (ποιος, πού, πότε, τι κτλ.) και τα ιστορικοπολιτισμικά δεδομένα που ορίζουν και παράγουν το κείμενο. Από την άποψη λοιπόν της πολυσημίας τόσο ο λογοτεχνικός όσο και ο μη λογοτεχνικός λόγος χρησιμοποιούν τη δυνατότητα αυτή.

Η δημιουργικότητα και η πολυσημία αποτελούν δύο εγγενή χαρακτηριστικά των περισσοτέρων σημειωτικών συστημάτων αλλά είναι κυρίαρχα στη γλώσσα. Η γλώσσα όμως, όπως υποστηρίχτηκε προηγουμένως, αρθρώνεται σε λόγους (discourses), οι οποίοι είναι διαφορετικοί τρόποι δόμησης περιοχών της γνώσης αλλά και της κοινωνικής πρακτικής. Έτσι ο λογοτεχνικός λόγος που συνέχει και συγκροτεί το λογοτεχνικό κείμενο είναι ένας τρόπος συμβατός με την κοινωνική πρακτική που παράγει το λογοτεχνικό προϊόν και ο μη λογοτεχνικός λόγος είναι συμβατός με την κοινωνική πρακτική που τον παράγει. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε δύο διαφορετικές κοινωνικές πρακτικές, άρα και δύο διαφορετικά είδη λόγου.

Η κοινωνική πρακτική από την οποία παράγεται ο λογοτεχνικός λόγος προϋποθέτει και ίσως απαιτεί μεγαλύτερο βαθμό δημιουργικότητας και μεγαλύτερο βαθμό πολυσημίας της γλώσσας. Εκτός αυτού, το κείμενο που συγκροτείται από λογοτεχνικό λόγο ως σημαίνουσα πρακτική μπορεί και πολλές φορές πρέπει να είναι περισσότερο πολύσημο από ένα κείμενο που συγκροτείται από μη λογοτεχνικό λόγο. Επειδή ο σκοπός του τελευταίου είναι συνήθως η αποτελεσματική επικοινωνία, η οποία δυσχεραίνεται από την πολυσημία -η οποία με τη σειρά της προϋποθέτει μεγάλο βαθμό δημιουργικότητας- είναι λιγότερο πολύσημο ως κείμενο.

Τα κριτήρια λοιπόν της δημιουργικότητας και της πολυσημίας καθορίζουν και τις διαφορές του λογοτεχνικού από το μη λογοτεχνικό λόγο, τα οποία μπορεί να συνοψιστούν στα εξής σημεία:

α) ο λογοτεχνικός λόγος χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερο βαθμό δημιουργικότητας και πολυσημίας από ό,τι ο μη λογοτεχνικός λόγος.

β) το λογοτεχνικό κείμενο ως σημαίνουσα πρακτική καλείται να επιτελέσει πιο διευρυμένη κοινωνική λειτουργία από αυτή που επιτελεί ένα κείμενο μη λογοτεχνικό.

γ) ένα κείμενο σε λογοτεχνικό λόγο προσεγγίζεται συνήθως διαφορετικά από τον αναγνώστη από ό,τι ένα κείμενο σε μη λογοτεχνικό λόγο. Σ? αυτήν τη διαφορετική προσέγγιση συμβάλλει κυρίως η διαφορετική ποιότητα και ποσότητα των συνδηλώσεων.

δ) οι κοινωνικές πρακτικές που υπονοούνται πίσω από τα δύο είδη λόγου είναι διαφορετικές, περισσότερο ρητές στο λογοτεχνικό και λιγότερο ρητές στο μη λογοτεχνικό λόγο.

5. Η γλώσσα και η λογοτεχνία ως τέχνες

Η τέχνη είναι αναμφισβήτητα κοινωνικό προϊόν. Δεν είναι αυτόνομο προϊόν αλλά προϋποθέτει άλλα κοινωνικά φαινόμενα, όπως τη γραφή, τον κοινωνικό καταμερισμό κτλ. και δε νοείται από όλες τις κοινωνίες με τον ίδιο τρόπο· προσδιορίζεται από την ανάπτυξη της κοινωνίας και εμπεριέχει ιστορικότητα. Η τέχνη ορίζεται από τον Αριστοτέλη ως μίμηση και από τον Kant ως κοινωνικό δημιούργημα χωρίς ωφελιμιστικό χαρακτήρα και λειτουργία χρήσης. Αποτελεί οπωσδήποτε ένα περίπλοκο και σύνθετο φαινόμενο που είναι παρόν στις περισσότερες κοινωνίες.

Τα έργα τέχνης συγκροτούνται από κάποιο περιεχόμενο και κάποια μορφή. Το περιεχόμενό τους είναι μεταβλητό και σχετίζεται με τις κοινωνικές αξίες της εποχής που δημιουργείται το έργο, ενώ η μορφή αποτελεί επιλογή του καλλιτέχνη-δημιουργού. Απευθύνει ένα (ή και περισσότερα) ιδεολογικό μήνυμα στους αποδέκτες. Με δεδομένα αυτά τα χαρακτηριστικά τα έργα τέχνης εμπεριέχουν κάποια μορφή προθετικότητας και τη βούληση του καλλιτέχνη-δημιουργού για επικοινωνία. Η προθετικότητα όμως του καλλιτέχνη στοχεύει στο συναισθηματικό-συγκινησιακό κόσμο του αποδέκτη, και γι? αυτό περιέχει μεγάλο βαθμό δημιουργικότητας. Η βούληση πάλι του καλλιτέχνη για επικοινωνία, επειδή το έργο τέχνης δεν έχει ωφελιμιστικό χαρακτήρα, πραγματώνεται με μεγάλο βαθμό πολυσημίας. Εν τέλει το έργο τέχνης είναι ένας κώδικας επικοινωνίας, ο οποίος περιέχει μια ιδιομορφία: μεταβιβάζει ένα ιδεολογικό λόγο, όπου ο πομπός-καλλιτέχνης και ο δέκτης δεν έχουν άμεση επαφή· μάλιστα ο δεύτερος δεν έχει τη δυνατότητα να απαντήσει με ίδιο ή ανάλογο κώδικα με αυτόν του πρώτου. Προϋπόθεση για την αποδοχή του επικοινωνιακού περιεχομένου του έργου τέχνης αποτελεί η γνώση των παραμέτρων της επικοινωνιακής διαδικασίας που πραγματώνεται με το έργο τέχνης, που είναι οι ιστορικοί, οι κοινωνικοί όροι που παράγουν και τα σημεία που συνθέτουν το έργο.

Η γλώσσα και η λογοτεχνία εμπεριέχουν ορισμένα χαρακτηριστικά από αυτά που συγκροτούν τα έργα τέχνης: είναι και οι δύο κώδικες επικοινωνίας, κοινωνικά προσδιορισμένοι, που έχουν μορφή και περιεχόμενο· η λογοτεχνία όμως εμπεριέχει και πρόσθετα, κοινά με την τέχνη χαρακτηριστικά, όπως τη μη αυτονομία, τον προσδιορισμό της από την ανάπτυξη της κοινωνίας, το μη ωφελιμιστικό της χαρακτήρα, τη μεταβλητότητα του περιεχομένου, την επιλογή της μορφής από τον καλλιτέχνη-δημιουργό, τη στόχευση του συναισθηματικού-συγκινησιακού κόσμου του αποδέκτη-αναγνώστη και το είδος της επικοινωνίας. Από την άποψη αυτή τα κείμενα που συγκροτούνται από λογοτεχνικό λόγο θα πρέπει να εντάσσονται στην τέχνη, με την κυρίαρχη κοινωνικά έννοια περί τέχνης, ενώ τα έργα που συγκροτούνται από μη λογοτεχνικό λόγο δε μπορούν να θεωρηθούν τέχνη.

Ο λογοτεχνικός λοιπόν και ο μη λογοτεχνικός λόγος σχετίζονται με την τέχνη, αλλά διαφέρουν στο ότι ο μεν πρώτος συνθέτει καλλιτεχνικά έργα, ενώ ο δεύτερος όχι.

6. Λογοτεχνικός και μη λογοτεχνικός λόγος

Οι όροι που καθορίζουν το λογοτεχνικό και το μη λογοτεχνικό λόγο, όπως επιχειρήθηκε να αποδειχτεί προηγουμένως, είναι διαφορετικοί· γι? αυτό διαφορετικά είναι και τα χαρακτηριστικά που συνέχουν τα δύο είδη λόγου. Είδαμε ότι ο μη λογοτεχνικός λόγος, τόσο οντογενετικά όσο και φυλογενετικά, προηγείται του λογοτεχνικού. Και αν δεχτούμε ότι η ιστορική διάσταση δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία για τη διάκριση των δύο ειδών λόγου και ούτε αποτελεί σαφές κριτήριο, δείχνει όμως ότι η παραγωγή και η κατανόηση λογοτεχνικού λόγου προϋποθέτει μια διαμόρφωση του υποκειμένου τέτοια, στην οποία να έχουν ενσωματωθεί τόσα και τέτοια κοινωνικοπολιτισμικά και ιστορικά στοιχεία, που θα επιτρέψουν το υποκείμενο να παραγάγει και/ή να κατανοήσει λογοτεχνικό λόγο, ο οποίος αποτελεί την αντανάκλαση μέρους ή του όλου των προσλαμβανουσών από το υποκείμενο. Ο μη λογοτεχνικός λόγος προϋποθέτει κι αυτός μια ανάλογη με αυτήν του μη λογοτεχνικού λόγου διαμόρφωση του υποκειμένου, η οποία όμως συγκροτείται από προσλαμβάνουσες και συμβάσεις που απαιτούν γνώση των συνθηκών επικοινωνίας και τους κανόνες που συγκροτούν μια αποτελεσματική επικοινωνία.

Η ιστορική ερμηνεία της διαφοροποίησης των δύο ειδών λόγου που αναπτύχθηκε παραπάνω παραπέμπει αναγκαστικά και στους δύο πόλους του παραγόμενου λογοτεχνικού ή μη λογοτεχνικού λόγου: στον παραγωγό-πομπό και στον αποδέκτη. Και αυτό παραπέμπει με τη σειρά του σε δύο έννοιες, γνωστές από τη θεωρία της λογοτεχνίας, τις έννοιες της προθετικότητας και της αποδεκτότητας. Η πρώτη αναφέρεται στην τάση του παραγωγού λόγου να δράσει με το περιεχόμενο και τη μορφή του κειμένου του σύμφωνα με τις ιδεολογοπολιτικές, γλωσσικές και άλλες προθέσεις του. Η δεύτερη αναφέρεται στην τάση του αποδέκτη-αναγνώστη του λόγου να κατανοήσει το κείμενο σύμφωνα με τις ιδεολογοπολιτικές, κοινωνικές και άλλες απόψεις που τον συγκροτούν ως υποκείμενο. Η προθετικότητα που ενυπάρχει στο μη λογοτεχνικό λόγο είναι αυτή της πληροφόρησης, της πειθούς, της ενημέρωσης και δευτερευόντως της συγκινησιακής-συναισθηματικής φόρτισης· γι? αυτό και η αποδεκτότητα του αποδέκτη θα πρέπει στο μη λογοτεχνικό λόγο να προσεγγίζει όσο το δυνατό περισσότερο την προθετικότητα του παραγωγού του κειμένου για να υλοποιείται η επικοινωνία μεταξύ πομπού και δέκτη. Η μικρή ή μεγάλη απόκλιση επιφέρει τη μερική ή την ολική καταστροφή του νοήματος. Στο λογοτεχνικό λόγο το βασικό στοιχείο που ενυπάρχει στην προθετικότητα του παραγωγού του λόγου είναι η συγκινησιακή-συναισθηματική φόρτιση, η δε σχέση της προθετικότητας με την αποδεκτότητα είναι χαλαρή, όπως χαλαρή είναι και η επικοινωνιακή σχέση του συγγραφέα-λογοτέχνη με τον αναγνώστη.

Ο λογοτεχνικός λόγος λοιπόν προτίθεται κυρίως να αγγίξει συναισθηματικά τον αποδέκτη, ενώ ο μη λογοτεχνικός λόγος προτίθεται κυρίως να πληροφορήσει. Και ακόμη η σχέση προθετικότητας και αποδεκτότητας στα δύο είδη λόγου είναι διαφορετική. Με ποιο τρόπο όμως πραγματώνεται σε επίπεδο μορφής και σημασίας αυτή η διαφορετικότητα; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ότι η πραγμάτωση γίνεται μέσω των λειτουργιών της γλώσσας. Όπως είναι γνωστό, πολλοί γλωσσολόγοι, με πρωτοπόρο τον R. Jakobson, αναφέρθηκαν στις λειτουργίες της γλώσσας. Η λειτουργία που κυριαρχεί στο λογοτεχνικό λόγο -χωρίς να απουσιάζουν εντελώς οι άλλες- είναι η ποιητική (ή αισθητική) λειτουργία, η οποία αφορά το μήνυμα και αναφέρεται όχι μόνο στο περιεχόμενό του αλλά και στη μορφή του, συνδυασμός ο οποίος αγγίζει (ή πρέπει να αγγίζει) το συναισθηματικό κόσμο του αποδέκτη. Στο μη λογοτεχνικό λόγο κυριαρχούν οι άλλες λειτουργίες της γλώσσας (αναφορική, συγκινησιακή, βουλητική, μεταγλωσσική και φατική), ανάλογα με το ιδιαίτερο είδος του λόγου· αυτές αφορούν είτε τον πομπό είτε το δέκτη είτε τον κώδικα είτε το περιεχόμενο είτε τον αγωγό μέσω του οποίου επιτελείται η επικοινωνία. Η κυριαρχία της ποιητικής λειτουργίας είναι αυτή που κάνει το λογοτεχνικό λόγο το μέσο δια του οποίου το κείμενο γίνεται έργο τέχνης, ενώ η κυριαρχία των άλλων λειτουργιών είναι αυτή που κάνει το μη λογοτεχνικό λόγο ένα έντεχνο αλλά μη καλλιτεχνικό δημιούργημα, με σκοπό κυρίως χρηστικό. Και όπως ο δημιουργός στις εικαστικές τέχνες δεν κατασκευάζει αλλά δημιουργεί χρησιμοποιώντας τεχνικές και συνδυασμούς, οι οποίοι κάνουν το τελικό προϊόν να έχει συγκινησιακό αποτέλεσμα, έτσι και ο παραγωγός του λογοτεχνικού λόγου δημιουργεί εκμεταλλευόμενος σε μεγάλο βαθμό τις παραδειγματικές και τις συνταγματικές σχέσεις των γλωσσικών στοιχείων μιας γλώσσας και την πολυσημία, έτσι ώστε το λογοτεχνικό προϊόν να περιέχει και πολλές συνδηλώσεις, οι οποίες πηγάζουν από το κοινωνικοπολιτιστικό, ιδεολογικό και γλωσσικό απόθεμα του δημιουργού και απευθύνονται στο ανάλογο κοινωνικοπολιτιστικό, ιδεολογικό και γλωσσικό απόθεμα του αποδέκτη. Αντίθετα τα κείμενα που συγκροτούνται από μη λογοτεχνικό λόγο είναι γλωσσικά κατασκευάσματα, τα οποία περιέχουν κάποιο βαθμό τεχνικής, τα σημαίνοντα όμως που τα αποτελούν παραπέμπουν σε σημαινόμενα, τα οποία προσδιορίζονται από ορισμένες παραμέτρους, όπως είναι οι συνθήκες επικοινωνίας, η κοινωνικοπολιτιστική και ιδεολογική ταυτότητα του πομπού και του δέκτη κ.ά.

7. Ο λογοτεχνικός και ο μη λογοτεχνικός λόγος στη διδακτική πράξη

Ο λογοτεχνικός και ο μη λογοτεχνικός λόγος ως διδακτικά αντικείμενα στο σχολείο που γνωρίσαμε και για το οποίο συνήθως κάνουμε λόγο αποτελούν δύο διαφορετικά γνωστικά αντικείμενα, όσο διαφορετικά γνωστικά και διδακτικά αντικείμενα -τηρουμένων των αναλογιών- αποτελούν για παράδειγμα τα Μαθηματικά και η Ιστορία. Το μόνο κοινό στοιχείο που έχουν είναι ότι χρησιμοποιούν και οι δύο το ίδιο συμβολικό σύστημα. Άλλωστε αυτό το σκοπό είχε η προηγούμενη αναδρομή στους ιστορικούς, πολιτισμικούς κ.ά. όρους και η ανάλυσή τους. Η διαφορετικότητα αυτή απαιτεί, όπως είναι ευνόητο, και διαφορετική διδακτική προσέγγιση. (Για να προλάβω οποιαδήποτε ένσταση, δεν εννοώ ότι η διαφορετική προσέγγιση θα πρέπει να γίνεται και σε διαφορετική διδακτική ώρα). Και η διαφορετική διδακτική προσέγγιση είναι απαραίτητη, γιατί είναι (ή θα πρέπει να είναι) διαφορετικός ο σκοπός της διδασκαλίας των δύο ειδών λόγου, διαφορετικό -και σαφώς διακριτό- το περιεχόμενο, οπωσδήποτε διαφορετική η μεθοδολογία και διαφορετική η αξιολόγηση -με τη στενή παιδαγωγική έννοια- των μαθητών.

Καταρχήν ο σκοπός της διδασκαλίας του μη λογοτεχνικού λόγου θα πρέπει να είναι η εξοικείωση των μαθητών με διάφορα είδη χρηστικού, μη λογοτεχνικού, λόγου (π.χ. επιστολές, οδηγίες, διαλέξεις, ειδήσεις, διαμαρτυρίες, ανακοινώσεις, αναφορές, αιτήσεις, συζητήσεις, επιστημονικά κείμενα, προσκλήσεις, συνεντεύξεις), ώστε να καταστούν ικανοί να παράγουν με άνεση τέτοιου είδους κείμενα, τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο. Αντίθετα ο σκοπός της διδασκαλίας του λογοτεχνικού λόγου είναι καταρχήν η εξοικείωση των μαθητών με το είδος αυτό, όχι όμως για να φτάσουν στο σημείο να παράγουν λογοτεχνικό λόγο (χωρίς, φυσικά, αυτό να θεωρείται αποφευκτέο) αλλά για να μπορούν να επικοινωνούν με το κείμενο, όπως επικοινωνούν με κάθε τι που βρίσκεται στο περιβάλλον τους και τους ικανοποιεί συναισθηματικά, λογικά και αισθητικά (π.χ. ένα παιχνίδι, ένα κινηματογραφικό έργο, μια εκπομπή, μια συνομιλία κτλ.)

Το περιεχόμενο που θα αποτελεί το corpus του μαθήματος της διδασκαλίας του μη λογοτεχνικού λόγου θα πρέπει να προέρχεται από διάφορα είδη μη λογοτεχνικού λόγου, τα οποία βρίσκονται είτε στα διάφορα έντυπα και τα Μ.Μ.Ε. είτε παράγονται από τους ίδιους τους μαθητές. Τα κείμενα αυτά, προφορικά και γραπτά, επιλέγονται είτε από το δάσκαλο της γλώσσας είτε από τους μαθητές· κριτήρια της επιλογής τους δεν αποτελούν οι αξίες και τα πρότυπα που προσφέρει το περιεχόμενο του κειμένου αλλά η αποτελεσματικότητά του για τη συνθήκη επικοινωνίας, στα πλαίσια της οποίας έχει γραφεί. Η άποψη περί ?προτύπων κειμένων? που κυριαρχεί στις συνειδήσεις των υπεύθυνων της εκπαιδευτικής και γλωσσικής πολιτικής πολλών χωρών, άποψη η οποία οδήγησε στην κυριαρχία του λογοτεχνικού λόγου στο μάθημα της γλωσσικής διδασκαλίας, αποτελεί μια φενάκη και μια διαστρέβλωση του σκοπού της.

Αντίθετα, το περιεχόμενο του μαθήματος της διδασκαλίας του λογοτεχνικού λόγου θα πρέπει να περιλαμβάνει κείμενα της έντεχνης και της λαϊκής λογοτεχνίας. Και εδώ βέβαια τίθενται δύο προβλήματα: α) ποια κείμενα αποτελούν λογοτεχνία και ποια όχι; β) με ποια κριτήρια θα επιλεγούν τα προς διδασκαλία κείμενα; Το πρώτο φαίνεται να αποτελεί ψευδοπρόβλημα, διότι σε μια διδακτική προσέγγιση του λογοτεχνικού και του μη λογοτεχνικού λόγου με τη μεθοδολογία που θα αναλύσω παρακάτω το κάθε κείμενο υποδεικνύει στον υποψιασμένο δάσκαλο και τον καταλληλότερο τρόπο για τη διδακτική του αξιοποίηση. Το πρόβλημα αυτό αποτελεί όντως πρόβλημα μόνο για τα κείμενα, τα οποία βρίσκονται στα όρια των δύο ειδών λόγου. Τέτοια είδη λόγου για παράδειγμα είναι -όχι πάντοτε- ο διαφημιστικός λόγος, ο λόγος των λαϊκών τραγουδιών, ο λόγος των συνθημάτων σε λαϊκές συγκεντρώσεις και των τοιχογραφημάτων (grafitis), ο λόγος των περιπαικτικών ασμάτων, ο λόγος των παροιμιών, των ανεκδότων κτλ. Τα κείμενα αυτά αποτελούν προϊόντα του πολιτισμού και των συνθηκών που τα παράγει και μπορούν να επιλεγούν και να αξιοποιηθούν διδακτικά είτε ως λογοτεχνικός είτε ως μη λογοτεχνικός λόγος. Μέσα από την αναφορά στα κείμενα αυτά διαφαίνονται και τα κριτήρια, με τα οποία θα επιλέγονται, κατά την άποψή μου, και τα κείμενα του λογοτεχνικού λόγου. Η άποψη αυτή αποτελεί και την απάντηση στο δεύτερο ερώτημα. Το κύριο κριτήριο λοιπόν θα πρέπει να είναι η προσφορά αισθητικής ικανοποίησης στους μαθητές, τέτοια που να δίνει τη δυνατότητα στους μαθητές να δημιουργήσουν με αφορμή αυτά τα κείμενα ή πάνω σε αυτά. Επειδή το τελευταίο δεν αποτελεί πάντα ασφαλές κριτήριο από την πλευρά του δασκάλου, η επιλογή αφήνεται -όσο το επιτρέπουν οι συνθήκες- στους μαθητές, οι οποίοι αποφασίζουν με τη βοήθεια του δασκάλου και της προσφερόμενης βιβλιογραφικής ενημέρωσης (κατάλογοι εκδοτών, κριτικές σε περιοδικά, ανάγνωση οπισθόφυλλων, διαφημίσεις, ανθολογίες κτλ.)

Όσον αφορά τη διδακτική μεθοδολογία της προσέγγισης του μη λογοτεχνικού λόγου, αυτή θα πρέπει να κινείται προς τέτοιες κατευθύνσεις, οι οποίες θα υλοποιούν το σκοπό του μαθήματος, όπως διατυπώθηκε προηγουμένως, και θα είναι επικοινωνιακή. Αυτό σημαίνει ότι ο δάσκαλος θα σχεδιάζει επικοινωνιακές συνθήκες όσο το δυνατό πιο πραγματικές, ώστε οι μαθητές να βρίσκονται στην ανάγκη να κατανοούν και να παράγουν προφορικό και γραπτό λόγο, με τον οποίο θα λύνουν το επικοινωνιακό πρόβλημα που τίθεται κάθε φορά· σημαίνει ακόμη ότι οι μαθητές οδηγούνται με προσχεδιασμένες επικοινωνιακές συνθήκες και προεπιλεγμένα κείμενα στην κατανόηση της λειτουργίας του λόγου είτε σε επίπεδο λέξης είτε σε επίπεδο κειμένου.

Για τη διδασκαλία του λογοτεχνικού λόγου δε χρειάζεται προσχεδιασμός επικοινωνιακών συνθηκών· χρειάζεται όμως ένα πλαίσιο προβληματισμού. Γι? αυτό ο δάσκαλος της λογοτεχνίας γίνεται συντονιστής, ?συνομιλητής?, που ?συνομιλεί? με τα κείμενα και προτρέπει και τους μαθητές του σε μια ανάλογη διαδικασία, ώστε να οδηγηθούν σε μια καταδηλωτική αρχικά κατανόηση του κειμένου και στη συνέχεια σε μια ανάλογη κατανόηση των τυχόν συνδηλώσεων που προσφέρει το κείμενο για τον καθένα από αυτούς. Το λογοτεχνικό κείμενο αποτελεί την αφορμή για έκφραση συναισθημάτων, αξιών και απόψεων, και για δημιουργία άλλων κειμένων από τους μαθητές και όχι στοιχείο ομφαλοσκόπησης. Μέσα από αυτή τη διδακτική διαδικασία το μάθημα υλοποιεί το σκοπό του, ενώ παράλληλα συνδέεται με όλα τα μαθήματα που διδάσκονται ή που μπορεί να εισαχθούν για διδασκαλία σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα., γιατί ο λογοτεχνικός λόγος δεν περιορίζεται στην περιγραφή ενός αντικειμένου ή στην πραγμάτευση ενός θέματος, αλλά περιέχει και πληροφορίες ιστορικές, γεωγραφικές, κοινωνικές, γλωσσικές, επιστημονικές, φιλοσοφικές κτλ.

Όσον τέλος αφορά την αξιολόγηση των μαθητών, η αντιμετώπιση θα πρέπει να είναι ανάλογη των σκοπών και της μεθοδολογίας που διέπουν τα αντίστοιχα μαθήματα, όπως αναλύθηκαν προηγουμένως. Για μεν την αξιολόγηση του μαθήματος του μη λογοτεχνικού λόγου τα κριτήρια θα είναι το κατά πόσο οι μαθητές έγιναν ικανοί να προσαρμόζουν τον προφορικό και το γραπτό τους λόγο στις απαιτήσεις της εκάστοτε συνθήκης επικοινωνίας και το κατά πόσο ο λόγος τους αυτός είναι αποτελεσματικός. Για το μάθημα του λογοτεχνικού λόγου το κριτήριο θα είναι το κατά πόσο οι μαθητές αισθάνονται το λογοτεχνικό λόγο και είναι σε θέση να δημιουργήσουν δικό τους προφορικό και γραπτό λόγο με αφορμή το δοσμένο κείμενο αλλά ακόμη και το πόσο λογοτεχνία έχουν διαβάσει.

Οι προγραμματικές αυτές γενικές -λόγω της φύσης της εισήγησής μου- κατευθύνσεις σε καμιά περίπτωση δε σηματοδοτούν ένα αναγκαστικό διαχωρισμό των δύο αντικειμένων ως προς το χρόνο διδασκαλίας. Σηματοδοτούν μια διαφορετική φιλοσοφία στη διδακτική προσέγγιση του λογοτεχνικού και του μη λογοτεχνικού λόγου, της οποίας κάτοχοι θα πρέπει να γίνουν οι δάσκαλοι της γλώσσας και της λογοτεχνίας, οι οποίοι σε όλα τα εκπαιδευτικά συστήματα διδάσκουν οι ίδιοι και τα δύο μαθήματα.

Βιβλιογραφικές αναφορές

Αποστολίδου, B., Πασχαλίδης, Γρ., Χοντολίδου, Ελ. ?Η λογοτεχνία στην εκπαίδευση: προϋποθέσεις για ένα νέο πρόγραμμα διδασκαλίας? Σύγχρονα Θέματα, τ. 57 (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1995), σσ. 78-89.

Boklund-Λαγοπούλου, Κ. & Λαγόπουλος, Α.-Φ. ?Κοινωνικές δομές και σημειωτικά συστήματα: θεωρία, μεθοδολογία, μερικές εφαρμογές και συμπεράσματα? στο Σημειωτική και Κοινωνία.-Αθήνα: Οδυσσέας, 1980, σσ. 23-37

Χριστίδης, Α.-Φ. ?Πολυσημία:σημασία και ιστορία? στο ΜΕΓ (Πρακτικά της 10ης ετήσιας συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας του Α.Π.Θ.-Παράρτημα).-Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη, 1990, σσ. 215-256

  •         Γεωργιάδης, Θρ. ?Οντολογία της γλώσσας-Γλώσσα και ρυθμός? στο Θεωρία της γλώσσας.-Αθήνα: Ιmago, 1982, σσ. 75-123
  •         Fairclough, N. Discourse and Social Change.-London: Polity Press, 1992
  •         Fran? ois, Fr. (ed.) Linguistique.-Paris: PUF, 1980
  •         Kress, G. Linguistic Processes in Sociocultural Practice.-Oxford:Oxford University Press, 1989
  •         Moisan Cl. Η λογοτεχνική ιστορία.-Αθήνα: Καρδαμίτσας, 1992
  •         Μπαμπινιώτης, Γ. Γλωσσολογία και Λογοτεχνία.-Αθήνα, 1984
  •         Νάκας, Θ. ?Οι επικοινωνιακές λειτουργίες της γλώσσας? στο Μια πολυεπιστημονική θεώρηση της γλώσσας.- Ηράκλειο: ΠΕΚ-ΕΠΠ, 1995, σσ. 193-232
  •         Τζιόβας, Δημ. ?Η έννοια του αναγνώστη στη θεωρία της λογοτεχνίας? Ο Πολίτης, τ. 62 (Σεπτέμβριος 1983), σσ. 78-87
  •         Whorf, B. Language, Thought and Reality. Selected writings, edited by J.B. Carrol.-Cambridge: MIT Press, 1956
  •         Wittgenstein, L. Tractatus Logico – Philosophicus.-Αθήνα: Παπαζήσης, 1978